ἀκύμων

ἀκύμων
ἀκύμ-ων (A), [ῡ], ον, gen. ονος, (κῦμα)
A = ἀκύμαντος, Pi.Fr.235, A.Ag.566;

θάλασσα Ar.Fr.708

;

ἀ. πομπὰ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39

(Pap.);

γαλήνη Ph.1.680

;

ἀήρ Plu.2.722e

; οὐρανός prob. in Plot.5.1.2
: metaph.,

βίος Plu.2.8a

.
------------------------------------
ἀκύμ-ων (B), [ῡ], ον, gen. ονος, ([etym.] κυέω)
A without fruit, barren, of women, E.Andr.158; of the earth, Moschio Trag.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακύμων — (I) ἀκύμων ( ονος), ον (Α) [κύμα] ακύμαντος, άκυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω),… …   Dictionary of Greek

  • ἀκύμων — ἀκύ̱μων , ἄκυμος masc/fem/neut gen pl ἀκύ̱μων , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem nom sg ἀκύ̱μων , ἀκύμων masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκύμων — (I) ύκυμον, Α πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)]. (II) ύκυμον, Α καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα… …   Dictionary of Greek

  • ἀκύμονα — ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος not washed by waves neut nom/voc/acc pl ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem acc sg ἀκύ̱μονα , ἀκύμων neut nom/voc/acc pl ἀκύ̱μονα , ἀκύμων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκυτος — Βλ. λ. Ακοίτιο. * * * ἄκυτος, ον (Α) ο ἀκύμων (ΙΙ)*, ο ἄτοκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κύω) …   Dictionary of Greek

  • ἀκύμονας — ἀκύ̱μονας , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem acc pl ἀκύ̱μονας , ἀκύμων masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκύμονες — ἀκύ̱μονες , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem nom/voc pl ἀκύ̱μονες , ἀκύμων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκύμονι — ἀκύ̱μονι , ἀκύμαντος not washed by waves dat sg ἀκύ̱μονι , ἀκύμων dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκύμονος — ἀκύ̱μονος , ἀκύμαντος not washed by waves gen sg ἀκύ̱μονος , ἀκύμων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”